- πατούμενα
- ταπαπούτσια, υποδήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. μέσ. ενεστ. τού ρ. πατώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατούμενα — πατέομαι eat pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πατέω eat pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατουμένας — πατουμένᾱς , πατέομαι eat pres part mp fem acc pl (attic epic doric) πατουμένᾱς , πατέομαι eat pres part mp fem gen sg (doric) πατουμένᾱς , πατέω eat pres part mp fem acc pl (attic epic doric) πατουμένᾱς , πατέω eat pres part mp fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατιέμαι — πατιέμαι, πατήθηκα, πατημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: πατιέμαι : οι λόγιες μτχ. (από το πατούμαι) απαντώνται ως ουσιαστικά (τα πατούμενα [→ τα παπούτσια] και η πεπατημένη [→ ο συνηθισμένος τρόπος ενέργειας]) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής